βουλιος

βουλιος
    βούλιος
    2
    1) требующий размышления, т.е. серьезный, важный
    

εἰ δ΄ ἄλλο πρᾶξαι τι βουλιώτερον Aesch. — если нужно сделать нечто серьезное

    2) рассудительный, мудрый
    

(φρήν Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βουλιος" в других словарях:

  • βούλιος — βούλιος, ον (Α) [βουλή] συνετός, σοφός …   Dictionary of Greek

  • βούλιος — sage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βούλιος — Βούλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλιώτερον — βούλιος sage masc acc comp sg βούλιος sage neut nom/voc/acc comp sg βούλιος sage adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλιον — βούλιος sage masc/fem acc sg βούλιος sage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλίοις — βούλιος sage masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλίου — βούλιος sage masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλιοι — βούλιος sage masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

  • ομοβούλιος — ὁμοβούλιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βούλιος «συνετός»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»